- κοιλιῶν
- κοιλίαcavity of the bodyfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κοιλίων — Κοίλιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κοιλιογραφία — η 1. ακτινογραφία τών κοιλιών τού εγκεφάλου μετά από ένεση, αφού γίνει ανάτρηση τού κρανίου και παρακέντηση, σκιαγραφικής ουσίας 2. ακτινογραφία τών κοιλιών τής καρδιάς μετά από ένεση σκιαγραφικής ουσίας με καθετηριασμό τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… … Dictionary of Greek
ιππόκαμπος — I (Ιατρ.).Δομή στον εγκέφαλο, που βρίσκεται στο έδαφος των κατώτερων κεράτων των πλαγίων κοιλιών του και πιστεύεται ότι σχετίζεται με τη μνήμη. II (Ζωολ.). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των συγγναθιδών. Στη Μεσόγειο ζουν δύο είδη, όμοια μεταξύ… … Dictionary of Greek
κολποκοιλιακός — ή, ό φρ. α) «κολποκοιλιακό δεμάτιο» ανατ. σχοινοειδής μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών ινών που αποτελεί τμήμα τού ερεθισματαγωγού συστήματος τής καρδιάς β) «κολποκοιλιακός κόμβος» ανατ. μικρή μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών κυττάρων που… … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
μαρμαρυγή — η (AM μαρμαρυγή) λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών τού… … Dictionary of Greek